έγκλησις

έγκλησις
(-εως) η юр.
1) обвинение; жалоба; 2) донос; κατ' έγκλησιν по доносу

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "έγκλησις" в других словарях:

  • ἔγκλησις — accusation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλήσεις — ἔγκλησις accusation fem nom/voc pl (attic epic) ἔγκλησις accusation fem nom/acc pl (attic) ἐγκλάω thwart aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) ἐγκλάω thwart fut ind act 2nd sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλήσεσιν — ἔγκλησις accusation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγκλησιν — ἔγκλησις accusation fem acc sg ἐγκλάω thwart pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έγκληση — Η έκφραση της θέλησης για την εκδίωξη μιας αξιόποινης πράξης. Για τον σκοπό αυτό γίνεται προσφυγή στην αρμόδια δημόσια αρχή (αστυνομία, εισαγγελέα) από τον παθόντα. Υπάρχουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες προσβάλλουν τα συγκεκριμένα άτομα,… …   Dictionary of Greek

  • ἐγκλήσεων — ἐγκλήσεω̆ν , ἔγκλησις accusation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλήσεως — ἐγκλήσεω̆ς , ἔγκλησις accusation fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»